- προκυλίομαι
- Αβλ. προκυλίνδομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκυλίνδομαι — και προκυλίομαι Α 1. (για θάλασσα) κυλώ, κυματίζω προς τα εμπρός 2. προκυλινδοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυλίνδομαι / κυλίομαι «κυλιέμαι»] … Dictionary of Greek
προκυλισμός — ὁ, Α [προκυλίομαι] η προκύλισις* … Dictionary of Greek
προκύλισις — ίσεως, ἡ, Α [προκυλίομαι] το να πέφτει κανείς μπροστά στα πόδια κάποιου για να τόν ικετεύσει («προκυλίσεις καὶ προσκυνήσεις», Πλάτ.) … Dictionary of Greek